- ἀπόκλαρος
- ἀπόκλᾱρος1 without a share in c. gen.
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
απόκλαρος — ἀπόκλαρος, ον (Α) βλ. απόκληρος … Dictionary of Greek
ἀπόκλαρος — ἀπόκλᾱρος , ἀπόκληρος without lot masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκληρος — η, ο (AM ἀπόκληρος, ον, Α δωρ. τ. ἀπόκλαρος) όποιος έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά, ο αποκληρωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει οδηγηθεί σε κοινωνική απομόνωση 2. εκείνος που στερείται ουσιώδη αγαθά («απόκληρος της ζωής, της τύχης») αρχ. αυτός … Dictionary of Greek